δέντρο
Griego
editarδέντρο | |
pronunciación (AFI) | [ˈðen.dɾo] |
transliteraciones | déntro |
grafías alternativas | δένδρο[1] |
Etimología
editarDel griego antiguo δένδρον (déndron).
Sustantivo neutro
editarSingular | Plural | |
---|---|---|
Nominativo | δέντρο | δέντρα |
Acusativo | δέντρο | δέντρα |
Genitivo | δέντρου | δέντρων |
Vocativo | δέντρo | δέντρα |
- 1 Botánica
- Árbol.
- Hiperónimo: φυτό.
- Hipónimos: αειθαλές δέντρο, οπωροφόρο δέντρο, φυλλοβόλο δέντρο
- Merónimos: ρίζα, λαιμός, κορμός, στεφάνη, κλαδί, βραχιόνας, φύλλωμα
- 2 Ciencia
- Diagrama de árbol.
- Sinónimo: δεντροδιάγραμμα
Locuciones
editar- γενεαλογικό δέντρο - árbol genealógico
- δέντρο της γνώσεως - árbol de la ciencia del bien y del mal
- χριστουγεννιάτικο δέντρο - árbol de Navidad
Refranes
editar- βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος - los árboles no dejan ver el bosque
- το δέντρο από τον καρπό γνωρίζεται - por el fruto se conoce el árbol
Información adicional
editar- Derivados: δενδράκι, δένδρο, δενδρόβιος, δενδρογαλή, δενδροειδής, δενδροκομείο, δενδροκομία, δενδροκομικός, δενδροκόμος, δενδροτόμηση, δενδροτομία, δενδροτόμος, δενδροτομώ, δενδρύλλιο, δενδρώδης, δενδρώνας, δεντράκι, δεντρί, δεντρικός, δέντρινος, δεντρογαλιά, δεντροκαλλιέργεια, δεντρόκηπος, δεντρολίβανο, δέντρος, δεντροστοιχία, δεντροφυτεία, δεντροφυτεύω, δεντρόφυτος, δεντρώνω
Referencias y notas
editar- ↑ déndro