επικίνδυνος
Griego
editarεπικίνδυνος | |
pronunciación (AFI) | [e.pi.ˈcin.di.nos] |
transliteraciones | epikíndynos |
Etimología
editarSi puedes, incorpórala: ver cómo.
Adjetivo
editarSingular | Plural | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
Masc. | Fem. | Neut. | Masc. | Fem. | Neut. | |
Nominativo | επικίνδυνος | επικίνδυνη | επικίνδυνο | επικίνδυνοι | επικίνδυνες | επικίνδυνα
|
Acusativo | επικίνδυνο | επικίνδυνη | επικίνδυνο | επικίνδυνους | επικίνδυνες | επικίνδυνα
|
Genitivo | επικίνδυνου | επικίνδυνης | επικίνδυνου | επικίνδυνων | επικίνδυνων | επικίνδυνων
|
Vocativo | επικίνδυνε | επικίνδυνη | επικίνδυνο | επικίνδυνοι | επικίνδυνες | επικίνδυνα |
- 1
- Peligroso.