επιφανειακός
Griego editar
επιφανειακός | |
pronunciación (AFI) | [e.pi.fa.ni.a.ˈkos] |
- Transliteración: epifaneiakos
Etimología editar
Si puedes, incorpórala: ver cómo.
Adjetivo editar
Singular | Plural | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
Masc. | Fem. | Neut. | Masc. | Fem. | Neut. | |
Nominativo | επιφανειακός | επιφανειακή | επιφανειακό | επιφανειακοί | επιφανειακές | επιφανειακά |
Acusativo | επιφανειακό | επιφανειακή | επιφανειακό | επιφανειακούς | επιφανειακές | επιφανειακά |
Genitivo | επιφανειακού | επιφανειακής | επιφανειακού | επιφανειακών | επιφανειακών | επιφανειακών |
Vocativo | επιφανειακέ | επιφανειακή | επιφανειακό | επιφανειακοί | επιφανειακές | επιφανειακά |