ναύτης
Griego
editarναύτης | |
pronunciación (AFI) | [ˈnaf.tis] |
Etimología
editarDel griego antiguo ναύτης
Sustantivo masculino
editarSingular | Plural | |
---|---|---|
Nominativo | ναύτης | ναύτες |
Acusativo | ναύτη | ναύτες |
Genitivo | ναύτη | ναυτών |
Vocativo | ναύτη | ναύτες |
- 1 Profesiones
- Marinero, marino.
- Sinónimos: ναυτεργάτης, ναυτικός, ναυτάκι, ναυτίλος, ναυτόπουλο
- 2 Milicia
- Marinero (el grado más bajo en la Armada)
- Derivados: ναυτάκι, ναυτία, ναυτίαση, ναυτικό, ναυτικός, ναυτιλία, ναυτιλιακός, ναυτίλλομαι, ναυτίλος, ναυτόπουλο, ναυτοσύνη, ναυτώνας.