De περίφρασις (perífrasis, "circunloquio") y el sufijo -τικός (-tikós, "-́ico").
περιφραστικός
περιφραστικός, περιφραστική, περιφραστικόν
|
Singular
|
Plural
|
Masculino
|
Femenino
|
Neutro
|
Masculino
|
Femenino
|
Neutro
|
Nominativo
|
περιφραστικός
|
περιφραστική
|
περιφραστικόν
|
περιφραστικοί
|
περιφραστικαί
|
περιφραστικα
|
Vocativo
|
περιφραστικέ
|
περιφραστική
|
περιφραστικόν
|
περιφραστικοί
|
περιφραστικαί
|
περιφραστικα
|
Acusativo
|
περιφραστικόν
|
περιφραστικήν
|
περιφραστικόν
|
περιφραστικos
|
περιφραστικάς
|
περιφραστικα
|
Genitivo
|
περιφραστικοῦ
|
περιφραστικῆς
|
περιφραστικοῦ
|
περιφραστικῶν
|
περιφραστικῶν
|
περιφραστικῶν
|
Dativo
|
περιφραστικῷ
|
περιφραστικῇ
|
περιφραστικῷ
|
περιφραστικοῖς
|
περιφραστικαῖς
|
περιφραστικοῖς
|
- 1
- Perifrástico, abundante en circunloquios.[1]