περιφραστικός

περιφραστικός
clásico (AFI) [pe.ri.pʰras.ti.kós]
koiné inicial (AFI) [pe.ri.pʰras.tiˈkos]
koiné final (AFI) [pe.ri.ɸras.tiˈkos]
bizantino (AFI) [pe.ri.fras.tiˈkos]
transliteraciones perifrastikós

Etimología

editar

De περίφρασις (perífrasis, "circunloquio") y el sufijo -τικός (-tikós, "-́ico").

Adjetivo

editar
περιφραστικός
περιφραστικός, περιφραστική, περιφραστικόν
Singular Plural
Masculino Femenino Neutro Masculino Femenino Neutro
Nominativo περιφραστικός περιφραστική περιφραστικόν περιφραστικοί περιφραστικαί περιφραστικα
Vocativo περιφραστικέ περιφραστική περιφραστικόν περιφραστικοί περιφραστικαί περιφραστικα
Acusativo περιφραστικόν περιφραστικήν περιφραστικόν περιφραστικos περιφραστικάς περιφραστικα
Genitivo περιφραστικοῦ περιφραστικῆς περιφραστικοῦ περιφραστικῶν περιφραστικῶν περιφραστικῶν
Dativo περιφραστικῷ περιφραστικῇ περιφραστικῷ περιφραστικοῖς περιφραστικαῖς περιφραστικοῖς
1
Perifrástico, abundante en circunloquios.[1]

Referencias y notas

editar