στοχαστικός

στοχαστικός
clásico (AFI) [sto.kʰas.ti.kós]
koiné inicial (AFI) [sto.kʰas.tiˈkos]
koiné final (AFI) [sto.xas.tiˈkos]
bizantino (AFI) [sto.xas.tiˈkos]

Etimología 1

editar

Si puedes, incorpórala: ver cómo.

Adjetivo

editar
στοχαστικός
στοχαστικός, στοχαστική, στοχαστικόν
Singular Plural
Masculino Femenino Neutro Masculino Femenino Neutro
Nominativo στοχαστικός στοχαστική στοχαστικόν στοχαστικοί στοχαστικαί στοχαστικα
Vocativo στοχαστικέ στοχαστική στοχαστικόν στοχαστικοί στοχαστικαί στοχαστικα
Acusativo στοχαστικόν στοχαστικήν στοχαστικόν στοχαστικos στοχαστικάς στοχαστικα
Genitivo στοχαστικοῦ στοχαστικῆς στοχαστικοῦ στοχαστικῶν στοχαστικῶν στοχαστικῶν
Dativo στοχαστικῷ στοχαστικῇ στοχαστικῷ στοχαστικοῖς στοχαστικαῖς στοχαστικοῖς
1
Con puntería, con buen tino, habilidoso al apuntar con un arma o con un objeto arrojadizo.
2
Atinado, bueno haciendo conjeturas.

Referencias y notas

editar