φυσικός
clásico (AFI) [pʰy.si.kós]
koiné inicial (AFI) [pʰy.siˈkos]
koiné final (AFI) [ɸy.siˈkos]
bizantino inicial (AFI) [fy.siˈkos]
bizantino final (AFI) [fi.siˈkos]

Etimología 1

editar

Del protoindoeuropeo *bheu ("crecer").

Adjetivo

editar
φυσικός
φυσικός, φυσική, φυσικόν
Singular Plural
Masculino Femenino Neutro Masculino Femenino Neutro
Nominativo φυσικός φυσική φυσικόν φυσικοί φυσικαί φυσικα
Vocativo φυσικέ φυσική φυσικόν φυσικοί φυσικαί φυσικα
Acusativo φυσικόν φυσικήν φυσικόν φυσικos φυσικάς φυσικα
Genitivo φυσικοῦ φυσικῆς φυσικοῦ φυσικῶν φυσικῶν φυσικῶν
Dativo φυσικῷ φυσικῇ φυσικῷ φυσικοῖς φυσικαῖς φυσικοῖς
1
Corpóreo.
2
Natural.

Locuciones

editar

Referencias y notas

editar