Del griego medieval ψωμί < del griego antiguo (koine) ψωμίον diminutivo < del griego antiguo ψωμός = bocado.
- 1 Gastronomía
- Pan.
- Sinónimo: άρτος.
- Hiperónimo: τροφή.
- Hipónimos: καρβέλι, κουλούρα, κουραμάνα, λαγάνα, μπαγκέτα, πίτα, τσιαπάτα, φοκάτσια, φραντζόλα.
- Merónimos: τρίμμα, φελί, φέτα, φρυγανιά, ψίχα, ψίχαλο, ψιχίο, ψίχουλο
- 2
- Sustento, pan.
- 3
- Tela, dinero, ganancia.
- Derivados: ψωμάδαινα, ψωμάδικο, ψωμάκι, ψωμάς, ψωμιέρα, ψωμίζω, ψωμοζήτης, ψωμοζητώ, ψωμοζώ, ψωμο-, ψωμό-, ψωμόλυσσα, ψωμοτρώγω, ψωμοτύρι, ψωμοφάγισσα, ψωμοφάγος, ψωμοφαγού, ψωμώνω.