ωκεανός
Entradas similares: Ωκεανός
Griego
editarωκεανός | |
pronunciación (AFI) | [o.ke.a.ˈnos] |
longitud silábica | tetrasílaba |
transliteraciones | okeanós |
rima | os |
Etimología
editardel griego antiguo koine ("ὠκεανός").
Sustantivo masculino
editarSingular | Plural | |
---|---|---|
Nominativo | ωκεανός | ωκεανοί |
Acusativo | ωκεανό | ωκεανούς |
Genitivo | ωκεανού | ωκεανών |
Vocativo | ωκεανέ | ωκεανοί |
- 2
- Inmensidad, multitud.
- Derivados: ωκεάνιος, ωκεανογραφία, ωκεανογραφικός, ωκεανογράφος, ωκεανολογία, ωκεανολογικός, ωκεανολόγος, ωκεανοπλοΐα.
Locuciones
editar- σταγόνα στον ωκεανό - una gota de agua en el océano
- Ανταρκτικός Ωκεανός, Νότιος Ωκεανός - océano Antártico
- Αρκτικός Ωκεανός - océano Árctico
- Ατλαντικός Ωκεανός - océano Atlántico
- Ειρηνικός Ωκεανός - océano Pacífico
- Ινδικός Ωκεανός - océano Índico