De ἀπόφανσις (apófansis), "declaración" o "aserto" y de ἀπόφημι (apófēmi), "decir en voz alta", "decir de forma simple" o "decir claramente" ; más -ικός (-ikós), "-ico"
ἀποφαντικός
ἀποφαντικός, ἀποφαντική, ἀποφαντικόν
|
Singular
|
Plural
|
Masculino
|
Femenino
|
Neutro
|
Masculino
|
Femenino
|
Neutro
|
Nominativo
|
ἀποφαντικός
|
ἀποφαντική
|
ἀποφαντικόν
|
ἀποφαντικοί
|
ἀποφαντικαί
|
ἀποφαντικα
|
Vocativo
|
ἀποφαντικέ
|
ἀποφαντική
|
ἀποφαντικόν
|
ἀποφαντικοί
|
ἀποφαντικαί
|
ἀποφαντικα
|
Acusativo
|
ἀποφαντικόν
|
ἀποφαντικήν
|
ἀποφαντικόν
|
ἀποφαντικos
|
ἀποφαντικάς
|
ἀποφαντικα
|
Genitivo
|
ἀποφαντικοῦ
|
ἀποφαντικῆς
|
ἀποφαντικοῦ
|
ἀποφαντικῶν
|
ἀποφαντικῶν
|
ἀποφαντικῶν
|
Dativo
|
ἀποφαντικῷ
|
ἀποφαντικῇ
|
ἀποφαντικῷ
|
ἀποφαντικοῖς
|
ἀποφαντικαῖς
|
ἀποφαντικοῖς
|
- 1
- Declarativo, aseverativo
- 2
- Categórico, tajante, que no presenta dudas.