ἀποφαντικός

ἀποφαντικός
clásico (AFI) [a.po.pʰan.ti.kós]
koiné inicial (AFI) [a.po.pʰan.tiˈkos]
koiné final (AFI) [a.po.ɸan.tiˈkos]
bizantino inicial (AFI) [a.po.fan.tiˈkos]
bizantino final (AFI) [a.po.fan.diˈkos]

Etimología

editar

De ἀπόφανσις (apófansis), "declaración" o "aserto" y de ἀπόφημι (apófēmi), "decir en voz alta", "decir de forma simple" o "decir claramente" ; más -ικός (-ikós), "-ico"

Adjetivo

editar
ἀποφαντικός
ἀποφαντικός, ἀποφαντική, ἀποφαντικόν
Singular Plural
Masculino Femenino Neutro Masculino Femenino Neutro
Nominativo ἀποφαντικός ἀποφαντική ἀποφαντικόν ἀποφαντικοί ἀποφαντικαί ἀποφαντικα
Vocativo ἀποφαντικέ ἀποφαντική ἀποφαντικόν ἀποφαντικοί ἀποφαντικαί ἀποφαντικα
Acusativo ἀποφαντικόν ἀποφαντικήν ἀποφαντικόν ἀποφαντικos ἀποφαντικάς ἀποφαντικα
Genitivo ἀποφαντικοῦ ἀποφαντικῆς ἀποφαντικοῦ ἀποφαντικῶν ἀποφαντικῶν ἀποφαντικῶν
Dativo ἀποφαντικῷ ἀποφαντικῇ ἀποφαντικῷ ἀποφαντικοῖς ἀποφαντικαῖς ἀποφαντικοῖς
1
Declarativo, aseverativo
2
Categórico, tajante, que no presenta dudas.

Referencias y notas

editar