Griego editar

βλέπω
pronunciación (AFI) [ˈvlɛpo]

Etimología editar

Del griego antiguo βλέπω ("ver").

Verbo editar

Voz activa (verbo irregular)
Tiempos simples
Presente
εγώ βλέπω εμείς βλέπουμε
εσύ βλέπεις εσείς βλέπετε
αυτός/-ή/-ό βλέπει αυτοί/-ές/-ά βλέπουν
Imperfecto
εγώ έβλεπα εμείς βλέπαμε
εσύ έβλεπες εσείς βλέπατε
αυτός/-ή/-ό έβλεπε αυτοί/-ές/-ά έβλεπαν
Pasado
εγώ είδα εμείς είδαμε
εσύ είδες εσείς είδατε
αυτός/-ή/-ό είδε αυτοί/-ές/-ά είδαν
Futuro continuo
εγώ θα βλέπω εμείς θα βλέπουμε
εσύ θα βλέπεις εσείς θα βλέπετε
αυτός/-ή/-ό θα βλέπει αυτοί/-ές/-ά θα βλέπουν
Futuro
εγώ θα δω εμείς θα δούμε
εσύ θα δεις εσείς θα δείτε
αυτός/-ή/-ό θα δει αυτοί/-ές/-ά θα δουν
Condicional
εγώ θα έβλεπα εμείς θα βλέπαμε
εσύ θα έβλεπες εσείς θα βλέπατε
αυτός/-ή/-ό θα έβλεπε αυτοί/-ές/-ά θα έβλεπαν
Subjuntivo perfectivo
εγώ να δω εμείς να δούμε
εσύ να δεις εσείς να δείτε
αυτός/-ή/-ό να δει αυτοί/-ές/-ά να δουν
Subjuntivo imperfectivo
εγώ να βλέπω εμείς να βλέπουμε
εσύ να βλέπεις εσείς να βλέπετε
αυτός/-ή/-ό να βλέπει αυτοί/-ές/-ά να βλέπουν
Imperativo perfectivo
εσύ δες εσείς δείτε
Imperativo imperfectivo
εσύ βλέπε εσείς βλέπετε
Tiempos compuestos
Perfecto
εγώ έχω {{{1}}}σει εμείς έχουμε δει
εσύ έχεις δει εσείς έχετε δει
αυτός/-ή/-ό έχει δει αυτοί/-ές/-ά έχουν δει
Pluscuamperfecto
εγώ είχα δει εμείς είχαμε δει
εσύ είχες δει εσείς είχατε δει
αυτός/-ή/-ό είχε δει αυτοί/-ές/-ά είχαν δει
Futuro perfecto
εγώ θα έχω δει εμείς θα έχουμε δει
εσύ θα έχεις δει εσείς θα έχετε δει
αυτός/-ή/-ό θα έχει δει αυτοί/-ές/-ά θα έχουν δει
Subjuntivo perfecto
εγώ να έχω δει εμείς να έχουμε δει
εσύ να έχεις δει εσείς να έχετε δει
αυτός/-ή/-ό να έχει δει αυτοί/-ές/-ά να έχουν δει
1
Ver, mirar.
2
Considerar, pensar (sobre).
3 Medicina
Examinar.

Referencias y notas editar